-
1 πρεσβεία
πρεσβεία ταстаршинство, предстоятельство, предстояние:τα πρεσβεία χειροτονίας — предстоятельство в хиротонии, старшинство
Этим.см. πρεσβεύω
См. также в других словарях:
πρεσβείο — το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς] 1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ αρχαιότητα σε ένα αξίωμα 2. φρ. α) «πρεσβεία… … Dictionary of Greek